υπερθεμάτιση

υπερθεμάτιση
η
υπερθεματισμός (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερθεμάτιση — η, Ν [ὑπερθεματίζω] υπερθεματισμός …   Dictionary of Greek

  • υπερθεματισμός — ο 1. η προσφορά ανώτερης τιμής σε πλειστηριασμό, η υπερθεμάτιση, η πλειοδοσία. 2. (νομ.), έγγραφο σε αγοραπωλησία, με το οποίο όσοι συμβάλλονται επιφυλάσσονται να θεωρήσουν την αγοραπωλησία άκυρη, εάν κάποιος τρίτος προσφέρει ανώτερη τιμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”